ἀπύθμενος

ἀπύθμενος
ἀπύθμενος, ον,
A without bottom or base,

κύλιξ Thphr.Fr.94

;

φιάλη Parth.

ap. Ath.11.501a, cf. Dsc.Eup.1.235;

γῆ ἀπύθμενον θεώρημα Secund.Sent.14

:—also [full] ἀπυθμένιστος, ον, Eust.870.28: [full] ἀπύθμην, ενος, , , Theognost.Can.86.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπύθμενος — without bottom masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απύθμενος — η, ο (AM ἀπύθμενος, ον) ο χωρίς πυθμένα νεοελλ. 1. ο υπερβολικά βαθύς («απύθμενος ωκεανός») 2. φρ. «απύθμενη βλακεία» ειρων. απέραντη, πρωτοφανής βλακεία …   Dictionary of Greek

  • απύθμενος — η, ο αυτός που έχει πολύ μεγάλο βάθος, άπατος: Ο απέραντος ωκεανός τούς είχε δεχτεί στα απύθμενα βάθη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπύθμενον — ἀπύθμενος without bottom masc/fem acc sg ἀπύθμενος without bottom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκολος — (I) ἄκολος, η (Α) πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία τού σχηματισμού της επίσης αβέβαιη είναι και η σχέση τής λ. με το ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • αβυσσαλέος — α, ο [άβυσσος, η] 1. απύθμενος, χαώδης 2. κρημνώδης, βαραθρώδης 3. ανεξιχνίαστος, καταχθόνιος …   Dictionary of Greek

  • απυθμένιστος — ἀπυθμένιστος, ον (Μ) απύθμενος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”